ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΠΑΛΑΙΑ ΤΕΥΧΗ ΣΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
www.aiginitika.blogspot.gr
Α Ρ Θ Ρ Α
ΗΤΑΝ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ
- Δημιουργηθηκε στις Πέμπτη, 25 Ιουλίου 2013 20:12
- Τελευταία Ενημέρωση στις 26.09.2023
Του Λέανδρου
Ξύπναγε νωρίς, πολύ νωρίς, πρίν ακόμα ανατείλλει ο ήλιος. Το ήξεραν γι' αυτό και τον κορόιδευαν όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, νωρίς το πρωί. Δεν τον πείραζε, απλά σηκωνόταν από το κρεβάτι του, φόραγε τα ρούχα του, το χειμώνα βέβαια κοιμόταν μ' αυτά, «δεν τού αρέσαν οι πιζάμες». Έτσι λοιπόν ξεκίναγε η ημέρα του, ήξερε από βραδύς , τις υποχρεώσεις, το μείζον θέμα ήταν αυτό της επιβίωσης. Μία ή δύο φορές την εβδομάδα έφτιαχναν προζύμι, έβαζαν το παλιό μουσκεμένο αλεύρι μέσα στήν καινούρια ζύμη, έβαζαν τό μίγμα μετά το ανακάτεμα μέσα σε μιά λεκάνη την οποία κατόπιν σκέπαζαν με μιά πετσέτα, αργότερα ανακάτευαν το προζύμι μαζί με το αλεύρι μέσα σε μιά ξύλινη σκάφη. Όταν τέλειωναν με το ζύμωμα έβαζαν το μίγμα σε ταψιά και έψηναν τα ψωμιά στούς φούρνους πού μόνοι τους είχαν φτιάξει.
Τα καυσόξυλα τα συγκέντρωναν σχεδόν καθημερινά τα χρησιμοποιούσαν για τούς φούρνους αλλά και για τα τζάκια πού είχαν για να ζεσταίνονται το χειμώνα. Το αλεύρι πού χρησιμοποιούσαν προερχόταν από το στάρι πού είχαν καλλιεργήσει. Το άλεθαν στούς μύλους πού υπήρχαν στην περιοχή κι αυτός ήταν εκεί, ξύπναγε νωρίς, δεν ήξερε τι να κάνει γι' αυτό και τούς κοίταγε. Ντυνόταν και τούς κοίταγε, μάθαινε την πιό απλή τέχνη της ζωής, την επιβίωση. Στο τέλος τού καλοκαιριού μάζευαν τα σταφύλια, καθάριζαν τα τσαμπιά και τα έβαζαν στόν ήλιο για να φύγει η υγρασία η οποία υπήρχε στο εσωτερικό τους. Μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα τα έστυβαν και το χυμό τους τον τοποθετούσαν σε πήλινα πιθάρια ή ξύλινα βαρέλια. Έτσι μέσω της ζύμωσης των ευγενών μυκητών αποκτούσαν κρασί αλλά και ξύδι, από τα περισσεύματα τού στυψίματος και πετιμέζι ακόμα, έτσι το ονόμαζαν και ήταν γλυκό και παχύρευστο σαν σιρόπι.
Το έβαζαν πάνω στις τηγανίτες πού έφτιαχναν και σέρβιραν μετά το φαγητό. Είχανε κι άλλες εργασίες, έβοσκαν πρόβατα και ψάρευαν, όταν τα προιόντα πού παρήγαγαν ήταν πλέον τού δέοντος των αναγκών τους, τα πωλούσαν στην αγορά. Ήταν εκεί και ξύπναγε νωρίς, σηκωνόταν από το κρεβάτι του και φόραγε τα ρούχα του, σιχαινόταν τις πιζάμες. Μετά πήγαινε στα σημεία πού εργάζονταν, του άρεσε η ξινή μυρωδιά του προζυμιού κι όταν ξεσκεπαζε τα πιθάρια όπου γινόταν η ζύμωση τού κρασιού απολάμβανε μιά γλυκιά και ζεστή ευωδιά. Τού άρεσε και το πάστωμα των ψαριών, μετά από μερικές ημέρες μπορούσε να αφήσει τη γλώσσα του να πλαταγίζει από το ευχάριστο συναίσθημα της αλατοψημένης σάρκας τους. Το μόνο περίεργο ήταν οι γυναίκες, μόλις τον έβλεπαν να μυρίζει το προζύμι ή να παρακολουθεί το ζύμωμα τού ψωμιού τον απόπαιρναν και τον έδιωχναν από την κουζίνα τους.
Ήταν πολύ νωρίς το πρωί κι αυτός ήταν εκεί μικρούλης κι ευδιάθετος, όταν τον έδιωχναν πήγαινε στο σαλόνι, στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και κοίταγε τον εαυτό του, κομψευάμενος συγκρίνοντας το ύψος του σε σχέση με τους υπολοίπους πού συναντούσε καθημερινά, εκείνη λοιπόν την εποχή ανήκε στην κατηγορία των νάνων, έλπιζε ότι κάποια στιγμή θα το ξεπερνούσε. Δεν ήξερε το πως, απλά διαισθανόταν και καταλάβαινε, θα ερχόταν κάποια στιγμή κατά την οποία θα ήταν ψηλότερος μπροστά στον καθρέφτη και το μέτωπό του δεν θα ήταν τόσο επίπεδο. Η πρώτη από της ανακαλύψεις πού είχε κάνει ήταν το γεγονός τού ότι η Αμαλία και ο Ίαν μέσω της ζύμωσης τού είχαν σώσει την ύπαρξη.
Όσο για τα υπόλοιπα, γι' αυτά αναλάμβανε κάποια στιγμή ο ταξιδιωτικός πράκτορας. Όλοι μετανάστευαν, το ήξεραν, ζούσαν απλά και χαίρονταν απολαμβάνοντας τις καιρικές μεταβολές εκτός του πρακτορείου, σύν το χρόνο ερχόταν κι αυτή η στιγμή η πλέον γνωστή κατά την οποία εισέρχονταν εντός τού πρακτορείου, ξάπλωναν υπομονετικά σε έναν από τους αναπαυτικούς καναπέδες πού υπήρχαν σ' αυτό και περίμεναν υπομονετικά τον ταξιδιωτικό πράκτορα να σφραγίσει τα διαβατήριά τους για την αναχώρηση.
Who's Online
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 18 επισκέπτες