ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΠΑΛΑΙΑ ΤΕΥΧΗ ΣΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
www.aiginitika.blogspot.gr
Α Ρ Θ Ρ Α
Καλώς τα χρυσά μου παιδιά
- Δημιουργηθηκε στις Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 2012 17:54
- Τελευταία Ενημέρωση στις 26.09.2023
της Αντζη Ζησιμάτου
Με αυτά τα λόγια καλωσόριζε τους περαστικούς στο ταβερνάκι της, στους Λαζάρηδες, η θειά Δεσποινιώ Λαζάρου, η αδελφή του Βία από τους Μπενάκηδες. Προπολεμικά ο πεθερός της Παναγής Μαργαρώνης απ' τους Γιαννάκηδες, σ' αυτό το πέτρινο καμαράκι πούλαγε κρασί, κανά κομμάτι τυρί, στραγάλι για μεζέ. Μετά το πήρε ο γιός του ο Γιάννης και με τη γυναίκα του δούλεψαν αρκετά χρόνια. Η θειά Δεσποινιώ έλεγε το κρασί της "αγίασμα". Ανέβαινε πολύ κόσμος, κυνηγοί και από την Αίγινα. Ό,τι είχε το έφτιαχνε. Καμιά κονσέρβα ψάρι, με κρεμμυδάκι, καμιά ρέγγα, ψωμί απ' τη τάβλα, εκεί το κρέμαγαν, το σκέπαζαν να μη στεγνώσει και το βρέχαν άμα ήταν πολλών μερών. Αν της ζήταγες κόκκορα "Ναι, μάτια μου, έναν έχω για τις κότες". Όταν ανέβαιναν οικοδόμοι έλεγε "ευλογημένα πράματα το ελενίτ και οι τσιμεντόλιθοι". Εργατική, προκομμένη, πάντα με το γλυκό το λόγο.
Στους Λαζάρηδες ζούσαν από παλιά οι οικογένειες Λαζάρου, Μαργαρώνη, Ζαραβέλα και αργότερα και άλλοι. Είναι ένα πανέμορφο παραδοσιακό χωριό, το ψηλότερο της Αίγινας. Στα τέλη του 70 ανακαλύφθηκαν Μυκηναϊκοί τάφοι μέσα στο χωριό, που δείχνει ότι κατοικείτο ήδη από τα αρχαία χρόνια. Από τη τοποθεσία Λαμπριανή, εκεί που είναι οι κεραίες, ξεκινούν τρία παλαιά μονοπάτια. Είναι σαν ένα τρίγωνο. Αριστερά προς την Παναγία, δεξιά στους Γιαννάκηδες και ευθεία στους Μπενάκηδες. Οι Μπενάκηδες ήταν μια οικογένεια όλο το χωριό. Βλέπει όλη την Αγία Μαρίνα, το Μεσαγρό μέχρι τον ναό της Αφαίας. Από τη Λαμπριανή το μονοπάτι δείχνει προς το δασικό δρόμο, στου Παυλή, περνάμε το ποταμάκι, βγαίνουμε στη Μακριά Σκάλα και φτάνουμε στους Μπενάκηδες.
Λαζάρηδες - Γιαννάκηδες (1) Πριν μπούμε στο χωριό κάνουμε δεξιά στου Τόγια τις ελιές, ακολουθούμε το χωματόδρομο, που ήταν το επικρατέστερο μονοπάτι, φτάνουμε στου Μπουρμπερή και συνεχίζουμε κάτω απ' τους Γιαννάκηδες, στη θέση Γιαρνή, που είχε αμπελώνες, ροδίτες, σαββατιανά, πολλά αμπέλια. Εκεί βλέπουμε σουβάλες που έπαιρναν νερό οι οικογένειες που τσαντηρώνανε και ξεκαλοκαιριάζανε για τον τρύγο, Μαργαρώνηδες και Μπόγρηδες. Στο σπίτι του κυρ-Γιάννη του Ασίκη στην αυλή στη χαρουπιά δένανε τ ρ ι χ ι ά δ ε ς , κάνανε κούνια τα παιδιά και του μπαρμπα-Γιάννη του Νέφτη ήτανε γνωστό για τις αιγενήτικες βερικοκιές του. Εκεί φαίνονται ακόμα τα
λ ο υ τ σ ά ρ ι α , λάκκοι που με τα χρόνια έκλειναν οι πόροι απ' το ρετσίνι που μάζευαν κι έριχναν μέσα από τα πεύκα και το 'παιρναν τα καΐκια απ' τις Πόρτες. Οι ρετσινάδες χτυπάν, πελεκάν το πεύκο κάθε τέσσερις μέρες, την τέταρτη φορά το μάζευαν στη γούβα και μετά στο ρετσινόλακκο.
Λαζάρηδες - Γιαννάκηδες (2) Απ' τη θέση Λαμπριανή, κατεβαίνουμε στης Βασίλως Μαργαρώνη το σουβάλι. Ήτανε τρεις αδερφάδες, κόρες του Μιχάλη Μαργαρώνη. Η Βασίλω ήταν αρχόντισσα, είχε τέσσερις φούρνους και στο κατώι της είχε χιλιάρια βαρέλια, πούλαγε κρασί. Είχε εργάτες όλο το χρόνο, τρώγανε και κοιμόντουσαν κάτω απ' τις ελιές. Στα χωράφια τριγύρω φαίνονται ακόμα οι σφήνες που κόβανε τη μαυρόπετρα, την κουβάλαγαν ως τις Πόρτες (παλαιά ονομασία Πόρτο) και φόρτωναν στα καΐκια τις σιδερόπετρες, να στρωθούν τα καλντερίμια της Κρήτης. Οι Γιαννάκηδες λεγόντουσαν Μαργαρώνηδες. Μέσα στο χωριό το κάτασπρο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων και όπου κοιτάξεις μαγευτική θέα.
Λαζάρηδες - Παχιοράχη. Αυτό το μονοπάτι έπαιρναν τα παιδιά για να πάνε στο σχολείο της Παχιοράχης. Απ' τις σπηλιές εκεί που είναι τα νταμάρια, του Δραγάτη η σπηλιά, στην Παλιαλώνα, είχε αλώνι εκεί, κατεβαίνουμε στα Άσπρα Χώματα, στο Γύρισμα, βλέπουμε είναι ένας πεύκος μόνος του. Κατεβαίνουμε στο Μετόχι, προχωρούμε στη θέση Μπαμπούληδες, ευθεία ως την Παχιοράχη.
Λαζάρηδες - Ψαχνή - Κοντός. Απ' τη Λαμπριανή ανεβαίνουμε Σκίνας - Λογιοτάτου λέγονται οι τοποθεσίες - Τσιντράρι, ένας κέδρος που από κάτω γεννήθηκε ένα παιδί. Προχωρούμε στα Πλατύα, απέναντι το Μοναστήρι, ως της Μαλτάρας την ελιά στη Ψαχνή, που είναι χωριό βοσκών. Προς τα κάτω στης Παναγίας το χέρι, φτάνουμε στο Κοντό και στον Άγιο Νεκτάριο.
Λαζάρηδες - Παναγία Χρυσολεόντισσα. Υπάρχουν δύο μονοπάτια για το μοναστήρι. Το ένα απ' τη Λαμπριανή και το άλλο απ' του Μάρκου το Κοτρώνι, αριστερά απ' το νταμάρι, προχωρούμε, ανεβαίνουμε στο Πλατύ, φτάνουμε στο Μπουρδέχτη = ομβριοδέκτης. Εκεί βλέπουμε σουβάλες με στόμιο κλειστό, υδροδοχεία που κατέβαιναν με σχοινιά, σα στοές πελεκημένες με καμάρες, μέσα στη γη. Στα δεξιά μας το εκκλησάκι του Αγίου Λεοντίου, ντόπιου Αγίου απ' το Λεόντι της Κυψέλης. Σ' αυτό το σημείο θα χτιζόταν το μοναστήρι. Όπως λένε από παλιά, η Παναγία δεν ήθελε να βλέπει θάλασσα για να μη τη λεηλατούν οι πειρατές και έπαιρνε όλη τη κάσα με τα εργαλεία που άφηναν το βράδυ οι εργάτες που σχόλαγαν, και τα βρισκαν το πρωί εκεί που είναι τώρα το μοναστήρι. Στο σημείο που είναι το χέρι της, ξαπόστασε η Παναγία στο δρόμο προς το Κοντό. Συνεχίζουμε ενάμισι χιλιόμετρο βορειότερα, περνάμε τον Άγιο Αντρέα, τα χαλάσματα ενός νερόμυλου, το μεγάλο αλώνι και φτάνουμε στο μοναστήρι. Πολύ παλιά ήταν αντρικό μοναστήρι. Ήταν επίτροπος ένας περίφημος άνθρωπος που είχε δικό του καΐκι και βούταγε για σφουγγάρια, ο Δημήτρης Ν. Κουκούλης, απ' το Λιβάδι. Τότε ήταν Ηγούμενος ο αείμνηστος Λαυρέντιος.
Με την άνοιξη, το βουνό γεμίζει αγριολούλουδα και μοσχομυρωδιές. Αυτά τα μονοπάτια του νησιού μας είναι ψυχική απόλαυση. Στα βράχια, στους Κήπους, στου Πότζα, στη Πούντα, με το που θα σκάσουν και ανοίξουν τ' αμπέλια, ανοίγει και η κάπαρη. Όταν τη μαζέψουμε, τη καθαρίζουμε, κόβουμε τα τρυφερά απ' τα ψημένα. Μετά σε μια τσανάκα με μπόλικο νερό και μια πέτρα απ' τη θάλασσα να τη κρατάει, τη βάζουμε στο λιακό, στον ήλιο, κάθε μέρα αλλάζουμε το νερό και σε λίγες μέρες τη ξεπλένουμε, τη στραγγίζουμε, την αλατίζουμε και στο ξύδι για να έχουμε όλο το χρόνο.
"Μάη μου με τα λελούδια και με τα πολλά τραγούδια" "ήρθε ο Μάης κι έφερε των κοριτσιών φακιόλια, να πάμε να θερίσουμε να τραγουδούμε κιόλα". Αυτά λέγανε πριν χρόνια στο χωριό οι κοπέλες που βγαιναν να πιάσουν το Μάη. Έκοβαν μια λιγώνα από σκίνο ή αγρελιά ή από κλήμα κάτω στην Αίγινα, κλωνάρι εύρωστο, που πετάει. Το έφερναν μια γύρα, το στόλιζαν με άγριο αγιόκλημα, στάχυ για να έχει γόνος, για τη καρποφορία, αιγενήτικο μονόσκορδο κι ένα αγκάθι, τον ασκόλιαμπρο στη μέση για τους εχθρούς μας. Το κρέμαγαν στην εξώπορτα απ' το βράδυ για να το βρει ο Μάης, όταν ξημέρωνε
Who's Online
Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 15 επισκέπτες